Θυμάμαι τον άκρατο εθνικισμό που επικρατούσε σε μερίδα Νεοελλήνων τις μεγάλες βραδιές του ΕURO 2004, τότε που – αντί να βιώνουν την ιστορικότητα των στιγμών – έβγαζαν όλο τους το φασιστικό μίσος κατά των Αλβανών, κατά των Αφρικανών, ακόμα και κατά των – ευγενέστατων – Πορτογάλων στη Λισαβόνα, τραγουδώντας το γνωστό απαράδεκτο σύνθημα. Θυμάμαι την έπαρση με την οποία αντιμετωπίστηκε από πολλούς η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Θυμάμαι πόσοι είχαν χάψει το παραμύθι της «ισχυρής» και «θωρακισμένης» Ελλάδας σε όλα τα επίπεδα, απομονώνοντας τις – λίγες και σκόρπιες – φωνές αυτοσυγκράτησης.
Ολο αυτό συνεχίστηκε και στη μνημονιακή δεκαετία. Τότε που ο μέσος Νεοέλληνας κατάπιε αμάσητα τέσσερα καταστροφικά μνημόνια, εξαντλώντας τον θυμό του για όλα όσα του συμβαίνουν στους δρόμους, στα γήπεδα, στους μετανάστες, στους πρόσφυγες, στο διαδίκτυο κλπ. Στα ίδια επίπεδα κινούνται και όλες ανεξαιρέτως οι τελευταίες ελληνικές κυβερνήσεις, προσκυνώντας τους ισχυρούς (Ε.Ε., ΗΠΑ, Ρωσία, Ισραήλ) και περιφρονώντας τους αδύναμους (πρόσφυγες – μετανάστες), παρότι οι τελευταίοι είναι δημιουργήματα των πρώτων.
Φτάσαμε λοιπόν στο 2020, όπου ζούμε μία πανδημία, κάτι που συμβαίνει στον πλανήτη μια φορά στα εκατό χρόνια. Ακόμα και τώρα όμως ο καθένας συνεχίζει να λέει το μακρύ του και το κοντό του. Πολλοί συνεχίζουν να βγάζουν ρατσιστικό μίσος, άλλοι χρησιμοποιούν την κατάσταση για πολιτική προπαγάνδα, κάποιοι αμφισβητούν ακόμα και το γεγονός της πανδημίας αγνοώντας προφανώς ότι όλος ο πλανήτης έχει κατεβάσει ρολά.
Μέσα σε αυτή την αρρωστημένη νοοτροπία δεν ήταν δύσκολο να εμφανιστούν και κάποιοι «κριτές των πάντων» που τα έβαλαν με το site επειδή γράψαμε για πρωταθλήματα «ανύπαρκτων» χωρών» και για «χωριά στην άλλη άκρη του κόσμου». Δεν θα κάτσω να αναλύσω τα προφανή, δηλαδή ότι ο καθένας μας – σε αυτές τις πρωτοφανείς καταστάσεις που βιώνουμε – προσπαθεί να κάνει τη δουλειά του και εφόσον αυτά τα πρωταθλήματα είναι διαθέσιμα, με αυτά θα ασχοληθούμε. Αλλωστε δεν παρασύρουμε κανέναν να παίξει. Ούτε είπε ποτέ κανείς μας «σιγουράκι αυτό, παίξτε το άφοβα».
Αυτό όμως που πραγματικά με ενόχλησε δεν ήταν οι παρατηρήσεις για το στοίχημα αυτό καθεαυτό, αλλά οι εκφράσεις «ανύπαρκτες χώρες» και «χωριά στην άλλη άκρη του κόσμου». Σοβαρά τώρα; Η Νικαράγουα είναι ανύπαρκτη χώρα; Τότε γιατί τη βρίσκω στο χάρτη; Η Μανάγκουα (πρωτεύουσα της Νικαράγουας) είναι χωριό; Τότε η Θεσσαλονίκη που είναι μικρότερη σε μέγεθος τι είναι;
Οσο για το «στην άλλη άκρη του κόσμου» τι πάει να πει; Και για αυτούς η Ελλάδα είναι στην άλλη άκρη του κόσμου. Και λοιπόν; Πού μας οδηγεί αυτή η κουβέντα; Και η Βραζιλία και η Αργεντινή στην άλλη άκρη του κόσμου είναι. Αυτά τα πρωταθλήματα δεν τα παίζετε; Η μήπως είστε από αυτούς που θεωρούν οτιδήποτε εκτός Ευρώπης ως «ποταπό» και «ανάξιο αναφοράς»;
Βέβαια δεν μπορώ να περιμένω και πολλά σε μία χώρα όπου οι εκφράσεις «Ουγκάντα γίναμε» και «Ζιμπάμπουε γίναμε» έχουν γίνει καθεστώς εδώ και δεκαετίες… Ολο αυτό συνδέεται και με τα όσα γράφω παραπάνω. Οι ελληνικές κυβερνήσεις δίνουν διαχρονικά το «καλό» παράδειγμα, προσκυνώντας τους ισχυρούς και περιφρονώντας τους αδύναμους.
Η φιλική μου συμβουλή σε όλους αυτούς είναι να κατέβουν από το καλάμι τους. Δεν είναι τόσο τέλεια η Ευρώπη όσο νομίζουν. Η Ιταλία – που έχει ένα πολύ αξιοπρεπές σύστημα υγείας – υποφέρει τόσο πολύ επειδή έτυχε να χτυπηθεί πρώτη. Δεν θέλω καν να σκέφτομαι τι θα είχε συμβεί εάν ο ιός χτυπούσε πρώτα την Ελλάδα. Αλλά ας μην το εξειδικεύσω σε χώρες. Συνολικά η Ευρώπη πιάστηκε εντελώς απροετοίμαστη και θα έχει μεγάλο πρόβλημα, πολύ μεγαλύτερο από αυτό που θα έχει η – κατά πολλούς – υπανάπτυκτη Λατινική Αμερική.
Κάποια στιγμή θα πρέπει να καταλάβει όλος ο πλανήτης – και ιδιαίτερα οι ισχυρές χώρες – ότι η υγεία είναι το πιο σημαντικό αγαθό και όποιος τη θυσιάζει στο βωμό της λιτότητας, του εμπορίου όπλων, της συντήρησης κερδοσκόπων τραπεζιτών/μεγαλοκαναλαρχών και της πολιτικής προπαγάνδας, επιτελεί έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.
Αυτά.
Καλή δύναμη εύχομαι. Στην τελική ας είμαστε όλοι καλά κι ας… τσακωνόμαστε όσο θέλουμε μετά!